χαμαίδρυς

χαμαίδρυς
χᾰμαί-δρῡς, ῠος, ,
A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written

χαμέτρυος BKT3p.32

(v/vi A. D.).
2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97.
3 = σκόρδιον, ib.111; also [suff] χᾰμαί-ρωψ (q. v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαμαίδρυς — υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys τού γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά αρχ. είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίδρυον — τὸ, Μ βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς, κατά τα ουδ. σε ον] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίδρωψ — ωπος, ὁ, Α χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιδρυά — η, Ν βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιδρυάς — άδος, ἡ, Α βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • χαμοδρυά — η, Ν βοτ. η χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τού χαμαίδρυς] …   Dictionary of Greek

  • camedrio — (Del gr. khamaidryos, encina enana.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta de tallos duros y vellosos, con hojas verde oscuro pequeñas y flores color púrpura. SINÓNIMO [carrasquilla] * * * camedrio o camedris (del gr. «chamaídryos», genitivo de… …   Enciclopedia Universal

  • λινόδρυς — λινόδρυς, υος, ἡ (Α) η χαμαίδρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δρῦς (πρβλ. μελάν δρυς, χαμαί δρυς] …   Dictionary of Greek

  • τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμέτρυς — υος, ἡ, ΜΑ βλ. χαμαίδρυς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”